-
1 αμφισβητήσιμα
-
2 ἀμφισβητήσιμα
-
3 διαγιγνώσκω
A- γνώσομαι D.50.1
:—know one from the other, distinguish, discern,εὖ διαγιγνώσκοντες Il.23.240
; , cf. Ar.Pl. 91; δ. εἰ ὅμοιοί εἰσι to distinguish whether they are equals or no, Hdt.1.134;οὐδ' ἂν.. διαγνοίη, λίνου ἢ καννάβιός ἐστι Id.4.74
;δ. τὴν βοὴν ὁποτέρα μείζων Th.1.87
;δ. διότι.. Arist.Pol. 1266b16
;δ. πότερον.., ἤ.. Id.Mete. 389a5
;δ. τὸν καλόν τε καὶ αἰσχρὸν ἔρωτα Pl. Smp. 186c
;δ. τὸ ὀρθὸν καὶ μή Aeschin.3.199
; δ. τὴν θήλειαν καὶτὸν ἄρρενα Arist.HA 613a16
; δ. τοὺς νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους ἐκ τῶν ὀδόντων ib. 501b11; δ. ὑμᾶς ὄντας.., i.e. δ. ὑμῶν οἵτινές εἰσιν.., Ar.Eq. 518:—[voice] Pass.,τὸν χαλκὸν μὴ διαγινώσκεσθαι τῇ χροᾷ πρὸς τὸν χρυσόν Arist.Mir. 834a2
, cf. Thphr.HP5.3.2; to be distinguished, celebrated,ἀρεταῖς Pi.Pae.4.21
.3 Medic., form a diagnosis, Erasistr. ap. Gal.8.14.II determine by vote or otherwise, c. inf., Hdt.6.138, Luc.Am.9, Hdn.4.4.2:—[voice] Pass., impers. .2 law-term, determine or decide a suit, , cf.IG5(2).159 (Tegea, v B. C.), Antipho 6.3;τὰ ἀμφισβητήσιμα Id.2.1.1
; give judgement,περί τινος Th.4.46
, Lys.7.22, D.28.10; take cognizance of an action, PPetr.3p.118 (iii B. C.), etc.:—[voice] Pass.,διεγνωσμένη κρίσις Th.3.53
; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lexap.D.21.94.III = διαναγιγνώσκω (which shd. perh. be read), read through, Plb.3.32.2, Ph.2.555,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγιγνώσκω
См. также в других словарях:
ἀμφισβητήσιμα — ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» … Dictionary of Greek
Μπογκομόλετς, Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς — (1881 – 1946). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Νοβοροσίνσκι της Οδησσού, απ’ όπου αποφοίτησε το 1906. Διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σαράτοφ (1911 25), καθηγητής της ιατρικής στο δεύτερο πανεπιστήμιο της Μόσχας (1925 31) και … Dictionary of Greek